άγανο — το το μουστάκι του σταριού και του κριθαριού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγανιάζω — [άγανο] (για τα στάχια) βγάζω άγανα, αθέρες … Dictionary of Greek
μαυραγάνι — το ποικιλία σιταριού που έχει μαύρο άγανο, μαυροσίταρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαύρος + άγανο] … Dictionary of Greek
αγάνα — η βλ. άγανο … Dictionary of Greek
αγανεύω — [αγανός] 1. κάνω κάτι αγανό, χαλαρό, χαλαρώνω, ξεσφίγγω 2. (για ύφανση) υφαίνω ή πλέκω αγανά, αραιά και όχι κρουστά 3. γίνομαι αραιός, χαλαρός, πλέκομαι ή υφαίνομαι αραιά 4. καταπραΰνω τον θυμό μου, ηρεμώ … Dictionary of Greek
αθέρας — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ο ένας από τους δύο Αργείους που τίμησαν τη θεά Δήμητρα όταν, κατά τη μυθολογία, έφτασε στην Αργολίδα, αναζητώντας την κόρη της Περσεφόνη, που είχε αρπαγεί από τον Πλούτωνα. Ο άλλος Αργείος λεγόταν Μύσιος. Στο ιερό που… … Dictionary of Greek
αθήρ — Όρος της βοτανικής που σημαίνει την προέκταση των ειδικών παρανθίων ή λεπύρων των αγρωστωδών, το άγανο (η βελονωτή απόφυση) του σταχυού. Η λέξη α. χρησημοποιείται και μεταφορικά για να δηλώσει το λεπτότερο και εκλεκτότερο μέρος κάθε πράγματος,… … Dictionary of Greek
ακοστή — ἀκοστή, η (Α) το κριθάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι, κατά τον Ησύχιο, κυπριακή και σημαίνει «το κριθάρι» (πρβλ. και λ. κοσταὶ «κριθαί» επίσης στον Ησύχιο). Κατά τους σχολιαστές, η λ. είναι θεσσαλική και σημαίνει γενικά «τρόφιμα». Ετυμολογικά η λ.… … Dictionary of Greek
γλωξ — γλώξ η (Α) (μόνο πληθ.) αἱ γλῶχες το γένι τού σταχιού, το άγανο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. μαρτυρείται άπαξ στον πληθ. και αποτελεί τον πρωταρχικό τ. από τον οποίο προέρχονται τα γλώσσα, γλωχίν. Η σύνδεση με αρχ. σλαβ. glogŭ «αγκάθι»… … Dictionary of Greek
κριθάρι — Ποώδες φυτό της οικογένειας των αγρωστωδών (μονοκοτυλήδονα), του οποίου η επιστημονική ονομασία είναι Hordeum vulgare. Έχει ύψος περίπου 1 μ. και ισχυρούς, όρθιους και λεπτούς καλάμους, με μεγάλα μεσογονάτια διαστήματα. Τα φύλλα του είναι αραιά,… … Dictionary of Greek